δαπανητικός

δαπανητικός
δαπανητικός, -ή, -όν (Α) [δαπανώ]
Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι
2. σπάταλος
3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν
καταστροφή, φθορά
II. επίρρ. δαπανητικῶς
με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαπανητικός — consuming masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικά — δαπανητικός consuming neut nom/voc/acc pl δαπανητικά̱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc/acc dual δαπανητικά̱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικόν — δαπανητικός consuming masc acc sg δαπανητικός consuming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικαῖς — δαπανητικός consuming fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικῆς — δαπανητικός consuming fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητική — δαπανητικός consuming fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικήν — δαπανητικός consuming fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικῶς — δαπανητικός consuming adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικωτέρα — δαπανητικωτέρᾱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc/acc comp dual δαπανητικωτέρᾱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανητικωτέραν — δαπανητικωτέρᾱν , δαπανητικός consuming fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”